καθεύδοντος

καθεύδοντος
καθεύδω
lie down to sleep
pres part act masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καθεύδω — καθεύδω, ιων. τ. κατεύδω (Α) 1. πλαγιάζω να κοιμηθώ, κοιμάμαι («οὔτε νυκτὸς δύναται καθεύδειν, οὔτε μεθ ἡμέραν», Πλάτ.) 2. μένω άπρακτος 3. (για ζεύγος ετεροφύλων) κοιμάμαι στο ίδιο κρεβάτι («ἵνα τώ γε καθεύδετον ἐν φιλότητι», Ομ. Οδ.) 4. περνώ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”